ἐνδελεχῆ

ἐνδελεχῆ
ἐνδελεχής
continuous
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐνδελεχής
continuous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἐνδελεχής
continuous
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… …   Dictionary of Greek

  • προκατάληψη — Ο όρος σημαίνει κρίση που δεν επαληθεύτηκε ή κρίση εκ των προτέρων με βάση σχήματα που έγιναν αποδεκτά, χωρίς κριτική σκέψη, από την κοινή παράδοση. Βασιζόμενη εξάλλου στην απλή γνώμη, η π. αποτελεί άκαμπτη στάση, επηρεαζόμενη από ένα… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… …   Dictionary of Greek

  • Κοντορσέ, Μαρί Ζαν Αντουάν Νικολά ντε Καριτά — (Marie Jean Antoine Nicolas de Caritat Condorcet, Ριμπόν 1743 – Μπουργκ λα Ρεν 1794). Γάλλος φιλόσοφος. Ένθερμος υποστηρικτής των αναμορφωτικών ιδεών της εποχής του, χρημάτισε, μετά το 1789, βουλευτής και πρόεδρος της νομοθετικής συνέλευσης, στην …   Dictionary of Greek

  • Λουκάς (άγιος) — (1oς αι. μ.Χ.). Ευαγγελιστής και άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια, όπου άσκησε το επάγγελμα του γιατρού. Υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, τον οποίο συνόδευσε στη Ρώμη και συνέδραμε ηθικά στη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • Ματιέ, Αλμπέρ — (Albert Mathiez, Λα Μπριγιέρ 1874 – Παρίσι 1932). Γάλλος ιστορικός. Σπούδασε στο Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ δίπλα στον Ολάρ, ο οποίος του άσκησε μεγάλη επίδραση, ενώ επηρεάστηκε και από τον κοινωνιολόγο Ντίρκαϊμ. Αργότερα ο Μ. εγκαινίασε τη ριζική… …   Dictionary of Greek

  • Μιρντάλ, Γκουνάρ — (Gunnar Myrdal, 1898 – 1987). Σουηδός οικονομολόγος, νομικός. Το 1923 αποφοίτησε από τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και το 1927 έλαβε διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά. Την περίοδο 1925 29 σπούδασε, κατά περιόδους, στη Γερμανία… …   Dictionary of Greek

  • Παρέτο, Βιλφρέντο — (Pareto, Παρίσι 1848 – Σελινί, Γενεύη 1923). Ιταλός οικονομολόγος. Έπειτα από μερικά χρόνια γόνιμης συνεργασίας στην Εφημερίδα των οικονομολόγων (Giornale degli economisti), ο Π. προσκλήθηκε να διαδεχθεί τον Λεόν Βαλρά στην έδρα της πολιτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”